Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ χαλεπά

См. также в других словарях:

  • χαλεπά — χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλέπα — Συνοικία στα Χανιά, άλλοτε προάστιο της πόλης. Είναι χτισμένη στα υψώματα που δεσπόζουν στον ισθμό που ενώνει την πεδιάδα των Χανίων με το Ακρωτήρι. Στη X. υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 1878 σύμβαση μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και της… …   Dictionary of Greek

  • χαλεπᾷ — χαλεπός difficult fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά — Το μουσείο στεγάζεται στο διώροφο παραδοσιακό σπίτι που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες γλύπτες, στον Πύργο της Τήνου. Στα μικρά δωμάτια αυτού του σπιτιού μπορείτε να δείτε, εκτός… …   Dictionary of Greek

  • χαλεπ' — χαλεπά , χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) χαλεπέ , χαλεπός difficult masc voc sg χαλεπαί , χαλεπός difficult fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλέπ' — χαλεπά , χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) χαλεπέ , χαλεπός difficult masc voc sg χαλεπαί , χαλεπός difficult fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπᾶι — χαλεπᾷ , χαλεπός difficult fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπάν — χαλεπά̱ν , χαλεπός difficult fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεπάς — χαλεπά̱ς , χαλεπός difficult fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Chi — Chi Inhaltsverzeichnis 1 Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ κύριος μετὰ σοῦ …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»